καταγηρώ

καταγηρώ
καταγηρῶ, -άω (Α)
βλ. κατάγηράσκω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταγηράσκω — και καταγηρῶ, άω (Α) γερνάω πολύ, γίνομαι πολύ γέρος («αἶψα... ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”